- θερίζουσι
- θερίζωdo summer-workpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)θερίζωdo summer-workpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
μηδεποσώς — επίρρ. καθόλου («σπέρνου και δε θερίζουσι, τα οζά τωνε ψοφούσι, μα τα σημάδια τω θεών μηδεποσώς θωρούσι», Πανώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ποσῶς] … Dictionary of Greek